βαυκάλη — βαυκάλη, η (Α) [βαυκαλώ] η κούνια … Dictionary of Greek
βαυκάλημα — το (AM βαυκάλημα) [βαυκαλώ] τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα νεοελλ. 1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση 2. αβάσιμη ελπίδα … Dictionary of Greek
βαυκάλιον — και καυκάλιον, το (AM) μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και… … Dictionary of Greek
βαυκίδες — βαυκίδες, αι (Α) πολυτελή γυναικεία υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ] … Dictionary of Greek
βαυκαλίζω — (AM βαυκαλίζω) νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα νεοελλ. 1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις 2. ( ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ.… … Dictionary of Greek
βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
καταβαυκαλώ — (Α καταβαυκαλῶ, άω) καταβαυκαλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλῶ «νανουρίζω»] … Dictionary of Greek